Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

«Τη μέρα των βουλευτικών εκλογών να θυμάσαι δύο πράγματα: το κόμμα που θα ψηφίσεις και την ιστορία του Κιγκιννάτου.»

Δημήτρης Λιαντίνης

Ο Λεύκιος Κουίντιος Κιγκινάτος (Lucius Quinctius Cincinnatus) ήταν πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της αρχαίας Ρώμης, του οποίου η απέραντη αρετή εξαίρεται ως παροιμιώδης στη Ρωμαϊκή ιστορία. Ο Κιγκινάτος διετέλεσε ύπατος στα 460 π.Χ. -το αξίωμα του υπάτου στη Ρωμαϊκή δημοκρατία ήταν αιρετό για ένα χρόνο. Με το τέλος της θητείας αρνήθηκε να επανεκλεγεί και αποσύρθηκε στους αγρούς του, που τους καλλιεργούσε μόνος του.

Το 458 π.Χ. ανακηρύχθηκε από την Σύγκλητο δικτάτορας, όταν η πόλη βρέθηκε κάτω από την πολιορκία μιας πανίσχυρης γειτονικής φυλής και οι κάτοικοι της κινδύνευσαν με υποδούλωση. Εν σώματι οι συγκλητικοί πήγαν στον Κιγκινάτο να του αναγγείλουν ότι ανακηρύχθηκε δικτάτορας. Τον βρήκαν να καλλιεργεί το χωράφι του. Τους ζήτησε να περιμένουν, πήγε στο σπίτι του και φόρεσε την τήβεννό του κι έπειτα βγήκε να μιλήσουν. Την άλλη μέρα ξεκίνησε να πολεμήσει, νίκησε τους εχθρούς και επέστρεψε στη Ρώμη ως θριαμβευτής. Αμέσως μετά παραιτήθηκε από το αξίωμα του δικτάτορα. Ο χρόνος από την ανακήρυξή του σε δικτάτορα μέχρι την παραίτησή του ήταν 16 μέρες! Ο Ρωμαίος αυτός πολιτικός έμεινε διάσημος για την απλότητά του και για την προσήλωσή του στους δημοκρατικούς θεσμούς και στο δημοκρατικό ιδεώδες. Ποτέ δεν ξιπάστηκε, ποτέ δεν δελεάστηκε από τη μαγική δύναμη της Κίρκης, που λέγεται εξουσία.

Ένας αληθινός ηγέτης με βαθιά αίσθηση του καθήκοντος που είναι πολύ δύσκολο να νικήσει ο εχθρός διότι δεν εξαγοράζεται, δεν δειλιάζει, δεν δελεάζεται και δεν διστάζει. Έτσι αποδείχθηκε πρότυπο Ρωμαίου πολίτη, πολιτικής αρετής, αυταπάρνησης και εντιμότητας. Αποτραβηγμένος στο κτήμα του, στάθηκε πάντα πάνω από τις κομματικές έριδες. Πάνω από τις ίντρικες . Γι’αυτό υπήρξε διαρκώς το Κεφάλαιο της Ρώμης.

====================================================================

«Λέμε, για παράδειγμα, Κάννες ίσον ο ανόητος ύπατος Τερέντιος Ουάρρων. Στάλινγκραντ ίσον ο τραγικός στρατάρχης φον Πάουλους και ο Γκαίρινγκ που τον πήρε στο λαιμό του. Για προσπάθησε όμως να ιδείς έναν-έναν τους πενήντα χιλιάδες ρωμαίους λεγεωνάριους και ιππείς που έπεσαν στις Κάννες, ή τους ενενήντα χιλιάδες στρατιώτες που πάγωσαν στο Στάλινγκραντ; Και που ο καθένας τους σαν ύπαρξη βαραίνει όσο ο Ουάρρων και ο φον Πάουλους!

Και κατά προέκταση, για προσπάθησε να αντικρύσεις όλους τους ανθρώπους της γης που έχουν πεθάνει από την εποχή των τελευταίων παγετώνων μέχρι σήμερα; Και βέβαια που θα παγώσει το αίμα σου, σαν του Δάντη.

Όταν, λοιπόν, κάτω από την πίεση της μέριμνας ζούμε σε αυτή την οντολογική λήθη, είμαστε στην ουσία πεθαμένοι και ανύπαρκτοι. Όπως ουσιαστικά είμαστε ανύπαρκτοι ο κάθε έλληνας για τους κατοίκους της Γουατεμάλας.

Και για να το ειπώ αντίστροφα. Σε ρωτώ, αναγνώστη μου, ποιόνε ξεύρεις από τα είκοσι εκατομμύρια της Πόλης του Μεξικού; Ποιόνε ξεύρεις από τη χώρα του Πακιστάν με τα εκατόν δέκα εκατομμύριά της; Κ α ν έ ν α ν.

Έξω από τις πέντε δέκα εκατοντάδες ανθρώπους που γνωρίζουμε και μας γνωρίζουν, ο καθένας από μας για τους άλλους κι ο καθένας από τους άλλους για μας είναι ο κανένας. Και ταχιά θα λείψουν κι αυτές οι πέντε δέκα εκατοντάδες.

Λίγο ακόμη και θα τα ξεχάσεις όλα. Λίγο ακόμη και θα σε ξεχάσουν όλα,

που έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος. Ο Μαρτίνος Χάιντεγγερ, ο δάσκαλος του Σάρτρ, ο πιο γνήσιος από τους πέντε φιλοσόφους της Φιλοσοφίας της Υπαρξης, είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος που είδε τους ανθρώπους στη σχέση τους με τη μέριμνα. Και με βάση τη σχέση του κάθε ανθρώπου με τη μέριμνα, τους διαιρεί σε δύο κατηγορίες.

Η μια κατηγορία είναι οι Πλείστοι. Είναι αυτοί που τους έχει απορροφήσει η μέριμνα. Την κατηγορία αυτή ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Ο δημώδης υποστασιακός τύπος», ή το Man. Η λέξη man στη γερμανική γλώσσα είναι αόριστη αντωνυμία και σημαίνει τις, κάποιος.

Η δεύτερη κατηγορία είναι οι Ελάχιστοι. Ποσοστό ένας στους μύριους ή ένας στις εκατό μυριάδες. Είναι εκείνοι που ο καημός και το μεράκι τους για τον άνθρωπο και τη μοίρα του τους απορροφά σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιστρέφοντας το σχήμα ζουν έξω από τη μέριμνα και την οντολογική λήθη. Ζουν, δηλαδή, μέσα στην αλήθεια της ύπαρξης.

Ετούτοι, οι δεύτεροι, ζουν και τους δέρνει μια τρέλα ιερή. Βασανίζουνται, υποφέρνουν, αγωνιούν. Βοούν μόνοι τους στην ερημία, στα άγρια μεσάνυχτα, στις απόγκρεμνες σπηλιές του «τι είναι;» και στις κώχες του «τι πρέπει;» Είναι η φυσική σχιζοφρένεια της μεγαλοφυίας.

Οι περισσότεροι μένουν έξω από την ευδοκίμηση και την πρόοδο, όπως την εννοεί ο πολύς κόσμος. Άλλοι τρελαίνουνται, άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι κόβουν το αυτί τους σαν το Βαν Γκογκ, που πέθανε στα τριάντα εφτά του από «πυρετό ύπαρξης».

Αυτή τη δεύτερη κατηγορία ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Η με αυθεντικό τρόπο εννοούμενη ύπαρξη», ή η Existenz.

Η πρώτη κατηγορία, το man που σημαίνει κάποιος, σημαίνει και κανείς. Λέμε λ.χ. την πρόταση: ημπορεί να ειπεί κάποιος ότι η ζωή είναι έμορφη. Αλλά την ίδια πρόταση τη λέμε κι έτσι: ημπορεί να ειπεί κανείς ότι η ζωή είναι έμορφη.

Επομένως το man, το κάποιος του Χάιντεγγερ, είναι και το κ α ν έ ν α ς.

Αυτή είναι η έννοια ότι ζούμε στην οντολογική λήθη, ότι ζούμε αλλά δεν υπάρχουμε. Ότι είμαστε ο κ α ν έ ν α ς.

Φιλοσοφικά, τη θεώρηση της ζωής μας από τη σκοπιά του ένας ή του κανένας, του τις ή του οὖτις, μας την έδωκε με τρόπο ακραία αδρό και λακωνίζοντα ο Πίνδαρος στον όγδοο Πυθιόνικο. Εκεί, αυτός ο πρίγκιπας ανάμεσα στους εννέα επιφανείς έλληνες λυρικούς, σε μια στιγμή του υψηλή λέει,

ἐπάμεροι: τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος.

Δηλαδή: είμαστε της στιγμής· τι είναι, τι δεν είναι κανείς; ο άνθρωπος είναι ίσκιος ονείρου.»

Δημήτρης Λιαντίνης - "Γκέμμα"